πρωτοφτάνω

πρωτοφτάνω
(αόρ. (ε)πρωτόφτασα) μετ. , αμετ. прибывать первым или впервые (куда-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωτοφτάνω" в других словарях:

  • πρωτοφτάνω — Ν φτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφτάνω — πρωτόφτασα, πρωτοφτασμένος, φτάνω πρώτος ή για πρώτη φορά: Πρωτόφτασαν στο νησί δύο άγνωστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»